ἐφηβική

ἐφηβική
ἐφηβικός
of
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • εφηβικός — ή, ό (Α ἐφηβικός, ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [έφηβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική ηλικία, νεανικός (α. «ἐφαβικὰ βαῑνε δ ἐς ἆθλα», Θεόκρ. β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί το μεστωμένο», Ξενόπλ.) νεοελλ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ηβηδόν — ἡβηδόν (Α) επίρρ. 1. κατά την εφηβική ηλικία («ἅπαντες ἡβηδόν», Ηρόδ.) 2. από την εφηβική ηλικία και πάνω («τοὺς ἄνδρας ἡβηδὸν ἀποσφάξαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + κατάλ. επιρρ. δόν (πρβλ. βαθμη δόν, σχε δόν)] …   Dictionary of Greek

  • τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • έκλαμψη — η (AM ἔκλαμψις) δυνατή λάμψη, αιφνίδια αναλαμπή αρχ. (για την εφηβική ηλικία) πρόωρη ή γρήγορη ανάπτυξη …   Dictionary of Greek

  • ένηβος — η, ο (AM ἔνηβος, ον) [ήβη] αυτός που βρίσκεται στην ήβη, που μπήκε στην εφηβική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”